καλοστοχάζομαι

καλοστοχάζομαι
καλοστοχάστηκα, καλοστοχασμένος, σκέφτομαι καλά, μελετώ με προσοχή: Δεν καλοστοχάστηκες τις συνέπειες που έχει μια τέτοια πράξη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλοστοχάζομαι — σκέπτομαι καλά, μελετώ και εξετάζω κάτι με προσοχή, αναλογίζομαι, διανοούμαι εις βάθος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”